- φαοστασία
- ἡ, Αλ. που πλάστηκε για την ετυμολόγηση τής λ. φαντασία («φαντασία, οἱονεὶ φαοστασία τις οὖσα», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φάος + -στασία (< -στάτης < ἵστημι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαοστασία — φαοστασίᾱ , φαοστασία in de An. fem nom/voc/acc dual φαοστασίᾱ , φαοστασία in de An. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)